- μείραξ
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου.
* * *ο (ΑM μεῑραξ, -ακος)μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβοςαρχ.1. κορίτσι, κοπέλα2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας προφορικής γλώσσας (ΙΕ ρίζα *merįo- «νέος άντρας»), παράγωγο σε -αξ (πρβλ. δέλφ-αξ, πόρτ-αξ) πιθ. ενός αμάρτυρου θεματικού ονόματος *μεῖρος ή *μεῖρα (πρβλ. αρχ. ινδ. marya- «νέος άντρας, αγαπητός», αβεστ. mairya), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον πιο εκφραστικό τ. μεῖραξ (πρβλ. λίθαξ < λίθος). Υπάρχουν αμφιβολίες αν ο αρχ. ινδ. τ. σε -ka-, maryakά-, συνδέεται με τον μεῖραξ. Ο τ. επίσης συνδέεται πιθ. με ιραν. mairya- «νέος άντρας», αρχ. περσ. marīka «υπήκοος», λιθουαν. merga «μικρό κορίτσι» και ίσως με λατ. maritus «άνδρας, σύζυγος».ΠΑΡ. μειράκιοαρχ.μειρακικός, μειράκιος, μειρακίσκος, μειρακύλλιον αρχ.-μσν. μειρακίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μειρακοειδής. (Β συνθετικό) αρχ. συμμείραξ, φιλομείραξ].
Dictionary of Greek. 2013.